- εγερσίβροτος
- ἐγερσίβροτος, -ον (Α)αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερσιβρότων — ἐγερσίβροτος awakening men masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)